ξιφοειδοῦς

ξιφοειδοῦς
ξιφοειδής
sword-shaped
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξιφοειδαλγία — η ιατρ. πόνοι τής ξιφοειδούς απόφυσης που οφείλονται σε χρόνιο ερεθισμό της …   Dictionary of Greek

  • σιαμαίος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σιάμ, χώρα τής Ασίας, και στους κατοίκους της 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) ο Σιαμαίος, η Σιαμαία ο κάτοικος τού Σιάμ ή αυτός που κατάγεται από το Σιάμ 3. φρ. α) «σιαμαίοι αδελφοί» ή «σιαμαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”